Σουασόν

Σουασόν
(Soissons). Πόλη της Γαλλίας (30 000 κάτ.), στο νομό Αιν, 90 χλμ. ΒΑ του Παρισιού. Είναι μεγάλο γεωργικό κέντρο παραγωγής λαχανικών και φρούτων. Διαθέτει επίσης και βιομηχανία επεξεργασίας μετάλλων, χημικών προϊόντων, καουτσούκ και τροφίμων. Αξιόλογα μνημεία της πόλης είναι ο καθεδρικός ναός του 13ου αι. και το αβαείο του Σεν Ζαν - ντε Βίνι. Η Σ. είναι γνωστή από τη ρωμαϊκή εποχή με το όνομα Augusta Suessionum. Εκεί, ο βασιλιάς της Γαλλίας Κλώβις, νίκησε το ρωμαίο στρατηγό Σιάγριο το 486. Η πόλη καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του A’ Παγκόσμιου πόλεμου από το γερμανικό πυροβολικό.
* * *
το, Ν
φρ. «λιγνίτες Σουασόν»
γεωλ. υποδιαίρεση τών πετρωμάτων τού κατώτερου τριτογενούς που απαντούν στη Λεκάνη τού Παρισιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μαντσίνι — (Mancini). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της γαλλικής αυλής με καταγωγή από τη Ρώμη, γνωστή κυρίως χάρη στις περίφημες πέντε αδελφές M., ανιψιές του καρδινάλιου Μαζαρέν. 1. Λάουρα (Laura, Ρώμη 1636 – Παρίσι 1657). Δούκισσα του Μερκέρ. Ήταν σύζυγος… …   Dictionary of Greek

  • Μεροβίγγειοι — (Merovingiens). Η πρώτη χρονικά βασιλική δυναστεία της Γαλλίας, η οποία παρέμεινε στην εξουσία της χώρας από τον 5o αι. μ.Χ. έως τα μέσα του 8ου αι. μ.Χ. (752). Οι Μ. αποτελούσαν τους ηγέτες των Σαλίων Γάλλων. Το όνομά τους προέρχεται από κάποιον …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • Αβελάρδος, Πέτρος — (Pierre Abelard, Λε Παλέ 1079 – Σαλόν σιρ Σον 1142).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου θεολόγου και φιλοσόφου Πιερ Αμπελάρ. Μαθητής στην αρχή του Ροσλέν και του Γκιγιόμ ντε Σανπό, γίνεται αργότερα, σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από 30 ετών …   Dictionary of Greek

  • Θεοβέρτος ή Θεοδεβέρτος — (ThibertTheodebert). Όνομα Φράγκων βασιλιάδων της Αυστρασίας. 1. Θ. Α’ (495 ή 505 – 547; μ.Χ.). Βασιλιάς της Αυστρασίας (533; 547;). Ήταν γιος του Θεοδώριχου Α’ και εγγονός του Φράγκου βασιλιά Κλόβη Α’. Διακρίθηκε ως στρατιωτικός ηγέτης, πριν… …   Dictionary of Greek

  • Ιλ-ντε-Φρανς — (île de France). Διαμέρισμα (12.011 τ. χλμ., 10.952.011 κάτ. το 1999), ιστορική περιοχή και πρώην επαρχία της βορειοκεντρικής Γαλλίας. Είναι γνωστή και με την ονομασία Περιφέρεια Παρισιού (Région Parisienne). Καλύπτεται από λόφους, μικρές… …   Dictionary of Greek

  • Κλόβις — (Παρίσι 466 – 511 μ.Χ.). Βασιλιάς των Φράγκων (481 511). Διαδέχθηκε τον πατέρα του, Χιλδέριχο A’, και κατέλαβε τη βόρεια Γαλατία στην ηγεμονία των Σαλίων. Με τη νίκη του επί του Ρωμαίου Συάγριου στη Σουασόν (486), την επέκταση κατά μήκος του… …   Dictionary of Greek

  • Κλοθάριος — Όνομα τεσσάρων Φράγκων ηγεμόνων. 1. Κ. Α’ (497 – 561 μ.Χ.). Βασιλιάς των Φράγκων (511 561). Ήταν ο νεότερος γιος του Κλόβις και της Κλοτίλδης. Μετά τον θάνατο του πατέρα του μοιράστηκε το φραγκικό κράτος με τους άλλους τρεις αδελφούς του.… …   Dictionary of Greek

  • Ρετς ντε Κοντί, Ιωάννης — (Retz de Condi, 1614 – 1679). Γάλλος καρδινάλιος και πολιτικός. Πήρε μέρος στη συνωμοσία του Σουασόν εναντίον του Ρισελιέ (1641). Κατά καιρούς υπήρξε μέλος διαφόρων κομμάτων με μόνο κριτήριο τα συμφέροντά του. Στον πόλεμο της Σφενδόνης… …   Dictionary of Greek

  • Ρετς, Ζαν-Φρανσουά-Πολ ντε Γκοντί, καρδινάλιος του- — (Retz, (Μονμιράιγ 1613 – Παρίσι 1679). Γάλλος συγγραφέας, πολιτικός και κληρικός. Πήρε μέρος στη συνωμοσία του Σουασόν εναντίον του Ρισελιέ (1641) και υπηρέτησε όλα τα κόμματα ανάλογα με τα συμφέροντά του. Στον πόλεμο της Σφενδόνης έπαιξε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”